πιστοῦμαι

πιστοῦμαι
πιστόω
make trustworthy
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… …   Dictionary of Greek

  • καταπιστούμαι — καταπιστοῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιστοῦμαι «παρέχω εγγύηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”